- ὕλασσα
- ὕλασσα· ἡ ζυλ (ε) ία, kai\ fruganismo/s, Hsch. (Either f.l. or Thess. for ὑλασία; cf.A
γυμνασσαρχείσαντα IG9(2).620.3
.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυμνασσαρχείσαντα IG9(2).620.3
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύλασσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ξυλ(ε)ία καὶ φρυγανισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ή παρεφθαρμένος τ. αντί τού τ. ὑλασία*] … Dictionary of Greek